- Ἀρκτούρου
- Ἀρκτοῦροςguardmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρκτούρου — Ἀρκτοῦρος guard masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοώτης — (Αστρον.). Αστερισμός στο βόρειο ημισφαίριο, γνωστός από τα αρχαία χρόνια, αφού αναφέρεται και στην Οδύσσεια. Ο Ησίοδος στο Έργα και Ημέραι ονομάζει τον Β. «Αρκτοφύλακα». Άλλη ονομασία του αστερισμού είναι Ικάριος. Οι κυριότεροι αστέρες του Β.… … Dictionary of Greek
επιτολή — η (AM ἐπιτολή) [επιτέλλω] ανατολή, εμφάνιση αστεριού στον ορίζοντα αρχ. μσν. εντολή, διαταγή αρχ. 1. η περίοδος κατά την οποία εμφανίζεται ένα αστέρι στον ουρανό («πᾱν ἐξείργαστο περὶ ἀρκτούρου ἐπιτολάς», Θουκ.) 2. η ανατολή ενός αστεριού αμέσως… … Dictionary of Greek
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek
προαρκτούρια — τὰ, Α προηρόσια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + Ἀρκτοῦρος «αστέρας που βρίσκεται κοντά στη Μεγάλη Άρκτο, ο χρόνος εμφάνισης αυτού τού αστέρα, δηλ. τα μέσα Σεπτεμβρίου». Οι θυσίες αυτές ονομάστηκαν έτσι λόγω τού ότι προσφέρονταν πριν από την εμφάνιση τού… … Dictionary of Greek
υπερβερεταίος — ὁ, ΜΑ 1. ως κύριο όν. ο τελευταίος μήνας τού έτους στη Μακεδονία και στην Πέργαμο (α. «τῇ πρὸ πέντε εἰδῶν ὀκτωβρίων, ἥτις ἐστὶν ὑπερβερετίω, τοὐτέστιν ὀκτωβρίω ια », Ιωάνν. Χρυσ. β. «περὶ τὴν ἐπιτολὴν τοῡ ἀρκτούρου, ὅστις καιρὸς ἐν Ῥώμῃ μὲν ὁ… … Dictionary of Greek
αστέρες — Ουράνια σώματα, που γίνονται ορατά από το φως που εκπέμπουν. Οι α., αντίθετα με τους πλανήτες που γίνονται ορατοί από το φως που ανακλούν, λέγονται και απλανείς, επειδή φαινομενικά μένουν ακίνητοι στον ουράνιο θόλο. Εξαιτίας της τεράστιας… … Dictionary of Greek